- φιλόθηλυς
- -υ, Ααυτός που αγαπά πολύ το θηλυκό γένος, που τού αρέσουν πολύ τα θηλυκά («ἕκαστος [ἱέραξ] ἐστὶ δεινῶς φιλόθηλυς», Αιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + θῆλυς (πρβλ. ἀρρενό-θηλυς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… … Dictionary of Greek